Μεγαλώσαμε σ’ αυτήν την πόλη. Περπατήσαμε και αράξαμε, στη Ναβαρίνου. Εκεί οι πρώτοι καφέδες, τα φλερτ, οι πρώτες πολιτικές συζητήσεις. Κι έπειτα με ένα «περίεργο τρόπο» γέμισε ταυτόχρονα με ασφαλίτες, εμπόρους θανάτου, και ηρωινομανείς. Έχασε τα χαρακτηριστικά του ως χώρος κοινωνικής συνεύρεσης. Τι έμεινε; Κάποια κατάλοιπα αυτών και κόσμος να πληρώνει 3,5 ευρώ τον καφέ. Πού πήγαν αυτοί; Ήρθαν να μας βρουν στην Καμάρα. Κι εκεί το ίδιο έργο. Τι έμεινε εκεί; Τα Μικέλ να πληρώνεις τον καφέ 4 ευρώ. Έπειτα ο περιοδεύων θίασος πήγε λίγο πιο πάνω, στη Ροτόντα. Εκεί που είχαμε μεταναστεύσει όταν «μας διέγραψαν» από το χώρο του πανεπιστημίου καταργώντας το άσυλο «για να χτυπηθεί η εγκληματικότητα», για να μετατραπεί δηλαδή σε άσυλο εμπόρων και ασφαλιτών. Κι έτσι μετακομίσαμε στην Ικτίνου. Το μέρος δεν ήταν ίδιο με τα προηγούμενα. Αλλά δεν είχε μείνει άλλο μέρος.
Γυρνάνε, έξω απ’ την πόρτα μας οι μπάτσοι τριγυρνάνε, μας ζητάνε...